λίσπος

λίσπος
λίσπος και λίσφος -η, -ον (Α)
1. λείος, στιλβωμένος, γυαλισμένος
2. μικρός, ασήμαντος
3. λισπόπυγος*
4. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ λίσπαι (στο λεξ. Σούδα και οἱ λίσποι)
τα δύο τεμάχια αστραγάλου κομμένου στη μέση, από τα οποία έπαιρνε το ένα καθένας από δύο φίλους ως απόδειξη γνησιότητας τής φιλίας τους
5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι λίσφοι
τα ισχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τον τ. λισσός (πρβλ. λίς ). Κατ' άλλη άποψη, όχι πολύ πειστική, συνδέεται με λατ. [i]līma «ρίνη, λίμα» (< *slĭc-smā) και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sleiq- ή *sleiqw, από όπου θα ερμηνευόταν και το δασύ σύμφωνο τού αττ. τ. λίσφος (< IE *sliq-*sqw[h]o-s)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λίσπου — λίσπος smooth masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίσπαι — λίσπη fem nom/voc pl λίσπᾱͅ , λίσπη fem dat sg (doric aeolic) λίσπος smooth fem nom/voc pl λίσπᾱͅ , λίσπος smooth fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίσπας — λίσπᾱς , λίσπη fem acc pl λίσπᾱς , λίσπη fem gen sg (doric aeolic) λίσπᾱς , λίσπος smooth fem acc pl λίσπᾱς , λίσπος smooth fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίσπη — λίσπη, ἡ (Α) βλ. λίσπος …   Dictionary of Greek

  • λίσφος — λίσφος, η, ον (Α) βλ. λίσπος …   Dictionary of Greek

  • λισπόπυγος — λισπόπυγος, ον (Α) (για κίναιδο) αυτός που έχει λεία, λεπτά οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίσπος + πυγος (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. καλλί πυγος, λεπτό πυγος] …   Dictionary of Greek

  • λισπόπυξ — λισπόπυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) λισπόπυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίσπος + πύξ, μεταγενέστερος τ. τού πυγή] …   Dictionary of Greek

  • υπόλισπος — και αττ. τ. ὑπόλισφος, ον, Α (ως κωμικός χαρακτηρισμός τών γλουτών τών κωπηλατών) πεπλατυσμένος στην κάτω επιφάνεια («πολλοῑς γ ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λίσπος / λίσφος «λείος»] …   Dictionary of Greek

  • lespede — LÉSPEDE, lespezi, s.f. Placă poligonală de piatră naturală (prelucrată), de dimensiuni mari, cu care se acoperă mormintele, se pavează interiorul unor edificii, aleile etc. – et. nec. Trimis de LauraGellner, 15.03.2008. Sursa: DEX 98  LÉSPEDE s …   Dicționar Român

  • λίσπη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) λίσπος smooth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”